- κυστεοπληγία
- ηιατρ. παράλυση τής ουροδόχου κύστεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoplegie < cyst(o)- (βλ. κυστε[ο]-) + plegie < -πληγία < -πληγής < πλήττω «χτυπώ»]
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυστεοπληγικός — ή, ό [κυστεοπληγία] ιατρ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κυστεοπληγία 2. αυτός που πάσχει από κυστεοπληγία … Dictionary of Greek
κυστε(ο)- — και κυστ(ο) και κυστι πρώτα συνθετικά όρων τής ιατρικής, βοτανικής, ζωολογίας και βιοχημείας που ανάγονται στον τ. κύστις και σχηματίστηκαν από τη γεν. κύστεως οι όροι αυτοί είναι κατά κανόνα αντιδάνειοι και αναφέρονται είτε στην ουροδόχο κύστη… … Dictionary of Greek